κατατιτρώσκω

κατατιτρώσκω
κατατιτρώσκω,
A wound, X.An.3.4.26; λίθοις καὶ τοξεύμασι ib.4.1.10;

ἑαυτόν D.L.1.60

, cf. Plb.33.9.6, Plu.Sol.30, etc.:—[voice] Pass., Id.Caes.66: metaph.,

πάθη κ. τινάς Ph.1.299

;

κατατετρωμένοι τὰς ψυχὰς ἐκ νοσημάτων Id.1.156

.
2 open an abscess,

ἔμπλαστρος -σκουσα Aët.15.17

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κατατιτρώσκω — (AM) (επιτ. τ. τού τιτρώσκω) κατατραυματίζω, πληγώνω θανάσιμα μσν. 1. μτφ. προκαλώ έντονα συναισθήματα, έρωτα, λύπης κ.λπ., «πληγώνω» 2. τσιμπώ, αγκυλώνω με μυτερό αντικείμενο αρχ. προξενώ απόστημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + τιτρώσκω «πληγώνω»] …   Dictionary of Greek

  • κατατιτρώσκῃ — κατατιτρώσκω wound pres subj mp 2nd sg κατατιτρώσκω wound pres ind mp 2nd sg κατατιτρώσκω wound pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατατρώσει — κατατιτρώσκω wound aor subj act 3rd sg (epic) κατατιτρώσκω wound fut ind mid 2nd sg κατατιτρώσκω wound fut ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατατρώσω — κατατιτρώσκω wound aor subj act 1st sg κατατιτρώσκω wound fut ind act 1st sg κατατιτρώσκω wound aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατατρώσῃ — κατατιτρώσκω wound aor subj mid 2nd sg κατατιτρώσκω wound aor subj act 3rd sg κατατιτρώσκω wound fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατατέτρωσθε — κατατιτρώσκω wound perf imperat mp 2nd pl κατατιτρώσκω wound perf ind mp 2nd pl κατατιτρώσκω wound plup ind mp 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατατετρωμένον — κατατιτρώσκω wound perf part mp masc acc sg κατατιτρώσκω wound perf part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατατετρωμένων — κατατιτρώσκω wound perf part mp fem gen pl κατατιτρώσκω wound perf part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατατιτρωσκόντων — κατατιτρώσκω wound pres part act masc/neut gen pl κατατιτρώσκω wound pres imperat act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατατιτρώσκει — κατατιτρώσκω wound pres ind mp 2nd sg κατατιτρώσκω wound pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατατιτρώσκουσι — κατατιτρώσκω wound pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) κατατιτρώσκω wound pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”